*******

Χωριό Αγγίστα Νομού Σερρών

«Οκτώμβριος 1940. Είναι η χρονιά που πρωτοπηγαίνω στο σχολείο. Με ένα κοντίλι στο χέρι μου και μία πλάκα στη μασχάλη μου, ξεκινούσα όλο χαρά κάθε πρωί να πάω στο σχολειό. Δεν κράτησε πολύ όμως αυτή η χαρά. Το πρωϊνό της 28 Οκτωβρίου ακούμε την καμπάνα της εκκλησίας μας να χτυπά δαιμονισμένα, όπως χτυπούσε καλώντας τους χωριανούς να σβήσουν κάποια πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει σε σπίτι συχωριανού. Δεν ήταν όμως πυρκαγιά, ήταν κάτι χειρότερο. Πόλεμος! Αυτό ακουγόταν από στόμα σε στόμα. Ήρθε ένας χωροφύλακας και έδωσε ένα χαρτί στον πατέρα μου. Την άλλη μέρα το πρωΐ ο πατέρας μου με δάκρυα στα μάτια μας αποχαιρετούσε, να ξαναπάει στρατιώτης. Έβλεπα την μητέρα μου να κλαίει και να με σφύγγει στην αγγαλιά της. Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω τι σήμαινε πόλεμος. Το σχολείο έκλεισε. Οι άνδρες έφυγαν γιά στρατιώτες. Λίγο αργότερα έφευγαν και αυτοί που δεν πήγαν στρατιώτες γιατί έμαθαν ότι έρχονται οι Βούλγαροι, είχαν κακές αναμνήσεις οι παλαιότεροι απ΄αυτούς. Έμειναν στο χωριό γυναίκες και μικρά παιδιά. Κάποιοι πολύ γέροι, κάποιοι Καυκάσιοι και Αρμένιδες. Μετά από κάμποσο καιρό, που δεν μπορώ να προσδιορίσω τον χρόνο, έφτασαν στο χωριό και στρατοπεύδευσαν Γερμανοί στρατιώτες. Έμειναν λίγες ημέρες χωρίς να δημιουργήσουν κανένα πρόβλημα στο χωριό. Έφυγαν και στην συνέχεια ήρθαν οι Βούλγαροι. Αμέσως άρχισαν να δίνουν διάφορες εντολές. Έβγαινε ένας τελάλης με ένα ταμπούρλο και διάβαζε τις εντολές που είχε. Πότε γιά να ξυλώσουμε τις επιγραφές από τα μαγαζιά και να τις αντικαταστήσουν με βουλγαρικά γράμματα, πότε τα παιδιά που δεν είχαν δουλειά να πηγαίνουν στο σχολείο το Βουλγαρικό, πότε γιά να εφοδιαστούμε με Βουλγαρικές σημαίες. Μετά άρχισε να καλεί τους άνδες του χωριού να παρουσιαστούν όλοι στην πλατεία του χωριού. Από εκεί διάλεγαν κάποιους και τους πήγαιναν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί ακολουθούσαν ανακρίσεις και βασανηστήρια. Προσπαθούσαν να μάθουν που είναι οι άνδρες που γύρισαν από στρατιώτες ή γιατί δεν γύρισαν, που είναι; Μην πήγαν παρτιζάνοι (αντάρτες). Είχα την ατυχία να μένω απέναντι από το αστυνομικό τμήμα και άκουγα τις φωνές των κρατουμένων που υπέφεραν από ξυλοδαρμούς. Μιά νύχτα ακούστηκαν πυροβολισμοί. Διαδόθηκε ότι κάποιοι προσπάθησαν να ανατινάξουν την γέφυρα που ένωνε το χωριό με τον σιδηροδρομικό σταθμό. Αυτό ήταν αιτία να γίνουν τα χειρότερα. Βγήκε πάλι ο τελάλης και κάλεσε όλο το χωριό να συγκεντρωθούν στη πλατεία του χωριού. Όταν έγεινε κι αυτό, τότε συνέλαβαν 23 από τους εναπομείναντες άνδρες και μερικές γυναίκες που έλειπαν οι άνδρες τους. Μεταξύ αυτών ήταν και η μητέρα μου. Αρχισαν ανακρίσεις, ήθελαν να μάθουν που ήταν οι άνδρες που δεν γύρισαν. Γιατί δεν γύρισαν; Έγειναν παρτιζάνοι (αντάρτες), όπως είχαν κάνει και προηγούμενη φορά; Αυτή τη φορά κράτησαν 23 άνδρες από τους 45-50 πού ήταν όλοι κι όλοι, τους πήγαν στα όρια του χωριού και τους εκτέλεσαν. Την στιγμή της εκτέλεσης ανάγκασαν την μητέρα μου να την παρακολουθήσει από το παράθυρο του αστυνομικού τμήματος, με την ελπίδα να μάθουν που ήταν ο πατέρας μου. Η μητέρα μου δεν ήξερε ούτε καν αν είναι ζωντανός ή αιχμάλωτος. Την άφησαν ελεύθερη, με την απειλή ότι θα την παρακολουθούν. Μετά από δυό ή τρεις μέρες επέτρεψαν να πάρουν τους εκτελεσθέντες και μ΄ένα κάρο τους μετέφεραν στο νεκροταφείο του χωριού και τους έθαψαν, σε ένα ή δύο ομαδικούς τάφους. Μέσω του ερυθρού σταυρού ήρθε σε επικοινωνία με τον πατέρα μου, που βρισκόταν στην Πάτρα. Οι Γερμανοί είχαν τον έλεγχο μέχρι την Θεσσαλονίκη και από κει και πάνω, οι Βούλγαροι. Γι αυτό άρχισε ο πατέρας μου να κάνει κάποιες ενέργειες, έβγαλε κάποια χαρτιά, σαν διαβατήρια. Έτσι μετά από κάποιο διάστημα ειδοποιηθήκαμε ότι μπορούσαμε να φύγουμε, με την προυπόθεση ότι θα έχουμε μαζί μας μόνο κάποια ρούχα και 30 ή 40 λέβα κατ΄άτομο... τα υπόλοιπα μικροέπιπλα που είχαμε, τα εγκαταλήψαμε και όπως μάθαμε αργότερα, τα έδωσαν στους εποίκους που είχαν φέρει στο χωριό μας. Ξεκινήσαμε στοιβαγμένοι μέσα σε ένα φορτηγό βαγόνι και μετά από 4-5 ημέρες ταξίδι φτάσαμε στην Πάτρα. Αυτά είναι ελάχιστα που περιγράφω, απ΄ όσα θυμάμαι και πέρασα. Θόλωσαν τα μάτια μου από τα δάκρυα και σταματάω την περιγραφή, με την ευχή ποτέ, κανένα παιδάκι, να μην ζήσει τέτοιες εμπειρίες.

Ο παπούς
Αντώνης.»

*******