*******

Βασιλικά Ευβοίας

Μιά φορά κι έναν καιρό, το κοντινό μας καλοκαίρι του 2004 βρέθηκα στα Βασιλικά της Βόρειας Εύβοιας. Εκεί γνώρισα την λαΐκή ποιήτρια και ηπειρώτισσα τη καταγωγή Αθηνά Στράτη Ρούσσου.
Εβδομήντα τεσσάρων ετών αλλά με ενέργεια που σπάνια συναντάει κανείς σε ανθρώπους με τα μισά χρόνια της, τραγούδησε, διηγήθηκε ιστορίες από τη ζωή της και απήγγηλε δημοτικούς στίχους αλλά και δικά της ποιήματα.

«Μοιρολόι γιά τον Γιάννη το Γιαννάκη»

(γραμμένο από την Αθηνά Στράτη Ρούσσου την ημέρα του θανάτου του, τον Μάη του 2000)

«Ωρ΄ σε τούτο σπίτι τ΄όμορφο το νοικοκυρεμένο
κόσμος πολύς μαζεύτηκε και είναι μαραμένος
Εδώ χαρά δε γίνεται ούτε και πανηγύρι
μα ήρθε ο χάρος ο πικρός πήρε το νοικοκύρη
Εδώ θρηνεί γυναίκα του θρηνούνε τα παιδιά του
θρηνεί η μοναχοκόρη του που κάθεται κοντά του
Θρηνούν και οι νυφάδες του μα κρύβουν το καημό τους
τι δεν χαρήκανε πολύ τον καλοπεθερό τους
Θρηνούνε όλοι οι συγγενείς θρηνούνε και οι φίλοι
κι έκοψες της γυναίκας σου το γέλιο από τα χείλη
Της άφησες παρηγοριά το δάκρυ στο μαντήλι
Χάρε πικρέ χάρε κακέ χάρε καταραμένε
μαυροφορέθ΄ η γειτονιά που πήρες τους λεβέντες
Σπίτι καλό και ταπεινό και νοικοκυρεμένο
Κι αν έφυγε ο αφέντης σου να μη σταθείς θλιμμένο
Ο αφέντης σου κι αν έφυγε δεν πήρε τα κλειδιά σου
τα κρέμμασε στη πόρτα σου να τα ΄χουν τα παιδιά σου
Με ανοιχτές τις αγκαλιές θα ΄ναι η Γαρουφαλλιά σου
θα καρτερεί τα ΄γγόνια σου κι όλα τα παιδιά σου
Να νταγιαντήσεις σπιτικό σε τούτο πεπρωμένο
μα έτσι ήθελε ο θεός έτσι ήτανε γραμμένο»

* νταγιαντήσεις = αντέξεις


«Αλησμονώ και χαίρομαι»

(παραδοσιακό της ξενιτειάς)

«Αλησμονώ και χαίρομαι θυμούμαι και λυπούμαι
Θυμήθηκα τη ξενιτειά και θέλω να πηγαίνω
Ο κεραντζής επέρασεν ο κερατζής φωνάζει
Ποιός είναι γιά την ξενιτειά ποιός είναι γιά τα ξένα
΄Κούγω μιά μάννα δύστυχη βαρειά φαρμακωμένη
Ο γιός μου γιά τη ξενιτειά ο γιός μου γιά τα ξένα ...

...Ν΄αργήσεις φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις
Γιά να περάσ΄η συντροφιά να μείνει ο γιός μου πίσω
Κι η συντροφιά επέρασε κι έμεινε ο γιός μου πίσω»

* κερατζής = Τελάλης



«Μιά μάννα απόψε μάλωνε»

(παραδοσιακό της ξενιτειάς)

«Μιά μάννα απόψε μάλωνε μαλώνει με τον γιό της
Στα ξένα γιέ μου να μην πας κι απ΄το χωριό μη φύγεις
Στα ξένα μάννα δεν θα βρεις ούτε ζεστήν αγκάλη
Ίσως να κάμεις χρήματα ίσως γενείς ρετάλι
Κάτσε γιέ μου να παντρευτείς χρυσό μου παλληκάρι
Δεν αγοράζετ΄ η χαρά και δεν πουλιέτ΄ η λύπη...

... Γιατί τ΄αμπελοχώραφα δεν μπαίνουν στην αγκάλη
Τα ΄μπέλια κάμνουνε κρασί και τα χωράφια στάρι
Κι εσύ τη γυναικούλα σου να ΄χεις στο μαξιλάρι»



«Μάρω»

(παραδοσιακό)

Ωρέ βγήκαν Μάρω μ΄ τρία σύνεφα
και τα τρία αράδ΄ αράδα
δέστε τσάμηδες καημένοι
δέστε τσάμηδες καημένοι
ζωντανοί και πεθαμένοι
Ωρ΄το ΄να μας φέρνει Μάρω μ΄τη βροχή
και τ΄άλλο το χαλάζι
δέστε τσάμηδες καημένοι
δέστε τσάμηδες καημένοι
ζωντανοί και πεθαμένοι ...

... Ωχ Παρασκευή η Μαρώ μ΄τα γιάζεται
το Σαββάτο τα υφαίνει
με το κρυσταλλένιο χτένι
Ωρ΄την Κυριακή η Μαρώ μ΄τα φόραγε
και στην εκκλησιά πηγαίνει
τσάμηδες καμαρωμένοι
τσάμηδες καμαρωμένοι
ζωντανοί και πεθαμένοι
Ωχ την είδαν Μάρω μ΄και ζαλίστηκαν
σαν ο ήλιος το φεγγάρι
και ποιός να την πρωτοπάρει




«Τριομερήτικος γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος»

(Παραδοσιακό της τάβλας)

«Τριομερήτικος γαμπρός δώδεκα χρόνια σκλάβος
στον ύπνο που κοιμότανε στον ύπνο που κοιμάται
είδε και ΄πιάσε πέρδικα και του την πήραν άλλοι
Βάνει σελώνει τ΄άλογο τραβά το χαλινάρι
και το σταυρό του έκανε και το σταυρό του κάνει
Θε μου να βρώ τη μάννα μου στη βρύση που να πλέναι
να βρω και τον πατέρα μου στ΄αμπέλι να κλαδεύει ...

...Γειά σας χαρά συμπέθεροι καλώς τον ξένο που ΄ρθε
Πως το ΄χετε τ΄αντέτι σας το τι κερνούν τη νύφη
Γρόσα κερνάμε το γαμπρό πεντόλιρο τη νύφη
Βγάζει κι αυτός τη βέρα του της νύφης τη φοράει
Συμπέθεροι στα σπίτια σας κι αρχόντοι στα δικάς σας
εμένα ήρθ΄ο άντρας μου το πρώτο μου στεφάνι»

* αντέτι = έθιμο



«Ρούχα από ινδική κάνναβη».mp3

«Τατουάζ».mp3


«Του Ρούσσου»

(από την Αθηνά Στράτη Ρούσσου)

«Γειά σου βρε κυρά Ρούσσενα ψηλά στο μπαλκονάκι
παίρνεις αέρα καθαρό σαν το χελιδονάκι
Στέλνεις το Ρούσσο γιά ψωμί του βγάζεις όλ΄ αρέντες
κι αυτός το δρόμο έχασε και μπαίνει στις ταβέρνες
Πότε πίνει στο Βαρελά και πότε στο Μαλιώκα
κι όταν έρθει στο σπίτι του δεν γλέπει πιά τη πόρτα
Ρούσσο που είναι το ψωμί που ΄ναι και τα ψαράκια
κι αυτός κρατεί στα χέρια του μπουκάλια με κρασάκια
Γειά σου μωρέ Ρούσσο γειά σου κρασάκι γέμισ΄τη κοιλιά σου
Σαν πεθάνεις δε θα πίνεις και στον Αδη δε θα δίνεις»

*αρέντες : δρόμους, τρεχάματα
*Βαρελάς και Μαλιώκας : ονόματα από ταβερνιάρηδες


«Η λύπη κι η χαρά»

(παραδοσιακό)

«Στο δρόμο που ψηλά πηγαίναν
συναντηθήκαν μιά φορά
η λύπ΄η μαυροφορεμένη
κι ανθοστόλιστη χαρά

Κι είν΄η χαρά γεμάτη νιάτα
ξανθομαλλούσα γαλανή
κι είναι κι η λύπη μαυρομάτα
γλυκιά παρθένα ταπεινή

Και ρώτησ΄η χαρά τη λύπη
Γιατί ΄σαι τόσο ταπεινή
Η λύπη την γλυκοκοιτάζει
χωρίς κουβέντα να της πει»

(έρευνα, καταγραφή:Ανδρικόπουλος Κωνσταντίνος, ©2004)


*******