Απόσπασμα από την δεκαπεντασύλλαβη ιστορία

«Με κυβερνήτες αυστηρούς και κυβερνήσεις πλάνες
εχάθηκεν η σκέψις μου μες σε στενά κι αλάνες
Σε μιά ζωή άλλη ζωή λες κι είμαι πεθαμένος
χτυπήστε ξύλο αδέλφια μου μον΄ λίγο τρελλαμένος
Ξαναγυρνώ μες στα στενά και φτού ξελεφτερία
μου λείπει λεξιλόγιο και να ευκαιρία
Ασβεστομένες οι μουριές, σπουργίτια, χώμα, κότες,
γόνατα, αίματα, καπνός, στρατιώτες και ιππότες»

Φίλους του φέρνουν στη γραμμή γκλομπάλ για την ειρήνη
να γλείφει εκεί που έφτυνε να ασελγούν εκείνοι
Όχι όχι όχι το μπορεί το λένε στις ειδήσεις
κι αν την ειρήνη θάψανε πηδάνε συνειδήσεις
Σ΄αγώνες τα κρυψίνια και δη για την δικιά τους
την τρύπα τους την ακριβή βάζουν τα δυνατά τους
Αθλήματα που απαιτούν κάποιο περίσσιο θράσος
ναι μεν οι τρύπες ακριβές τα δάκτυλα όμως δάσος

...Κουβαλητής ο πυρετός παράλογου ονείρου
μονότονου και κυκλικού στα σύνορα του απείρου
Νύχτα, νερό, μες στη σιωπή κοιτούσε το φεγγάρι
τ΄αγάλματα που έλουζε τα θεικά με χάρη
Μιά τα νερά λασπόνερα και μία αγιασμένα
λαμπρά τη μιά τα μάρμαρα τη άλλη κολασμένα
Σαν κόπασε η τελετή μέσα σε ευφορία
ζωγραφιστά με άλλους θνητούς σε λαμπαδηφορία

Έρχεται φίλος κάθεται μονολογά και πίνει
το πάθος μου στη πάλη μας χαριστικές μου δίνει
Φίλε εσύ φιλοσοφείς και φτιάχνεις γιατροσόφια
φαρμάκια και αντίδοτα που είναι όλα ατόφια
φτιάξε για ένα μυστικό που κρύβω στη καρδια μου
τόσο καλά τόσο βαθειά δεν φτάνει η ματιά μου
Ας είν΄ πικρό ας είν΄ στιφό γιατί οι θεοί μου ΄δώσαν
δύο ασήκωτα φτερά και με εξουδετερώσαν

Πέτρινα είναι κι όμορφα μα πλοϊκά αρμενίζω
και το σκαρί μου αγκομαχά πλέον δε το ορίζω
Κανονικούς σαν συναντώ μούρχεται να γελάω
ζηλεύω πουν΄ μακάριοι και τους περιγελάω
Γελά ο στεγνός γελάς κι εσύ πατόκορφα χεσμένος
κι αυτός που ως τα κόκκαλα ο δόλιος μουσκεμένος
Μα ποιός γελά καλύτερα είναι γνωστό σε όλους
σαν τον κοιτάζουν βλοσυρά θεοί από τούς θόλους...

(©Παραδοξολόγος)

*******